Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το χαρτοφυλάκιο

См. также в других словарях:

  • χαρτοφυλάκιο — το / χαρτοφυλάκιον, ΝΜ [χαρτοφύλαξ, ακος] το μέρος ή η θήκη, όπου φυλάσσονται έγγραφα, αρχείο νεοελλ. 1. χαρτοφύλακας, τσάντα 2. τα καθήκοντα ή το αξίωμα υπουργού («ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο τών οικονομικών») 3. (οικον.) το σύνολο τών αξιογράφων τα …   Dictionary of Greek

  • χαρτοφυλάκιο — το 1. χαρτοφύλακας, τσάντα. 2. το αξίωμα υπουργού: Πήρε το χαρτοφυλάκιο της Παιδείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκρίνιο — Είδος επίπλου που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη πολύτιμων πραγμάτων. Επίσης είδος γραφείου. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη scrinium. Στο Βυζάντιο ονόμαζαν σ., στον πληθυντικό, τα δημόσια γραφεία καθώς και εκείνα που λειτουργούσαν στα… …   Dictionary of Greek

  • ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… …   Dictionary of Greek

  • πριμισκρίνιος — ὁ, Μ (κυρίως στο Βυζάντιο) ο πρώτος στην τάξη τών υπαλλήλων που είχαν ως καθήκον την φύλαξη εγγράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primiscrinius (< primus «πρώτος» + scrinium «κιβώτιο, χαρτοφυλάκιο»)] …   Dictionary of Greek

  • χαρτουλάριον — τὸ, Μ [χαρτουλάριος] χαρτοφυλάκιο …   Dictionary of Greek

  • χαρτόπηρον — τὸ, ΜΑ χαρτοφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + πήρα «δερμάτινος σάκος»] …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.) με εκτελεστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. Αποτελεί τον θεματοφύλακα των συνθηκών παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (βλ. λ.) και εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στον διεθνή χώρο. Είναι γνωστή και ως… …   Dictionary of Greek

  • Κάτλιν, Τζορτζ — (GeorgeCatlin, 1796 – 1872). Αμερικανός εξερευνητής, εθνολόγος και ζωγράφος. Αρχικά σπούδασε νομικά, αλλά δεν άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου ζωγράφιζε προσωπογραφίες. Έκανε πολλά ταξίδια στις Ινδίες… …   Dictionary of Greek

  • Μάζαρικ, Γιαν Γκάριγκ — (Jan Garrigue Masaryk, Πράγα 1886 – 1948). Τσέχος πολιτικός. Γιος του φιλόσοφου Τομάς Γκάριγκ Μάζαρικ (βλ. λ.), σπούδασε στις ΗΠΑ και μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο εντάχθηκε στη διπλωματική υπηρεσία (1919). Το 1921 τοποθετήθηκε πρεσβευτής στο… …   Dictionary of Greek

  • Μαξιμιλανός — (Maximilian / Max von Baden, Μπάντεν Μπάντεν 1867 – Ελβετία 1929). Γερμανός πρίγκιπας, γνωστός και ως Μαξ του Μπάντεν. Ήταν μοναχογιός και διάδοχος του πρίγκιπα του Μπάντεν Γουλιέλμου, ενώ κατά την περίοδο 1907 18 διετέλεσε πρόεδρος της Άνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»